χαλκοκορυστής — bronze armed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκοκορυσταί — χαλκοκορυστής bronze armed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκοκορυστῇ — χαλκοκορυστής bronze armed masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκοκορυστήν — χαλκοκορυστής bronze armed masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκοκορυστά — χαλκοκορυστά̱ , χαλκοκορυστής bronze armed masc nom/voc/acc dual χαλκοκορυστής bronze armed masc voc sg χαλκοκορυστής bronze armed masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκοκορυστάν — χαλκοκορυστά̱ν , χαλκοκορυστής bronze armed masc acc sg (epic doric aeolic) χαλκοκορυστής bronze armed masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκοκορυστάς — χαλκοκορυστά̱ς , χαλκοκορυστής bronze armed masc acc pl χαλκοκορυστά̱ς , χαλκοκορυστής bronze armed masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκόκρας — ατος, και χαλκοκράς, ᾱτος, ὁ, ἡ, Α 1. αναμεμιγμένος με χαλκό 2. χαλκοκορυστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + κρας (< θ. κρα τού κεράννυμι* «αναμιγνύω»), πρβλ. μελί κρας / μελι κράς] … Dictionary of Greek